Advanced search in Research products
Research products
arrow_drop_down
Searching FieldsTerms
Any field
arrow_drop_down
includes
arrow_drop_down
The following results are related to Energy Research. Are you interested to view more results? Visit OpenAIRE - Explore.
153 Research products
Relevance
arrow_drop_down
unfold_lessCompact results

  • Energy Research
  • 2021-2025
  • Greek

  • Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη μεθοδολογία σχεδιασμού και διαχείρισης ενέργειας των συσκευών και των υποσυστημάτων που συνθέτουν ένα οικιακό μικροδίκτυο οικιακής εγκατάστασης. Η προτεινόμενη μεθοδολογία παρέχει αφενός τη βέλτιστη διαχείριση της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν οι συσκευές και παράγεται από τις τοπικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και αφετέρου τη βέλτιστη επιλογή του απαιτούμενου εξοπλισμού ΑΠΕ και συστήματος αποθήκευσης ενέργειας (ΣΑΕ) μπαταριών. Επομένως, αποτελείται από δύο ανεξάρτητα και συμπληρωματικά στοιχεία βελτιστοποίησης που έχουν κοινό στόχο τη βελτίωση της απόδοσης του κτιρίου σχεδόν μηδενικής ενέργειας (nZEB). Το πρώτο στοιχείο της προτεινόμενης μεθοδολογίας περιλαμβάνει τη στρατηγική ελέγχου της λειτουργίας των ηλεκτρικών συσκευών του μικροδικτύου του nZEB και του υποσυστήματος θέρμανσης και ψύξης εσωτερικών χώρων, τη διαχείριση της ενέργειας που παράγεται από τις οικιακές ΑΠΕ και τη ρύθμιση της ροής ενέργειας από/προς το ΣΑΕ. Βασικοί στόχοι είναι αφενός η μείωση της ηλεκτρικής ενέργειας που απορροφάται από το δίκτυο και η μείωση του ενεργειακού κόστους και αφετέρου η προστασία της άνεσης των κατοίκων διατηρώντας την σε επιθυμητό επίπεδο. Η αποτελεσματικότητα και η λειτουργικότητα της προτεινόμενης μεθόδου διαχείρισης ενέργειας έχουν επαληθευτεί μέσω των συστημάτων Processor-in-the-Loop (PiL) και Hardware-in-the-Loop (HiL). Από τα πειραματικά αποτελέσματα PiL και HiL της λειτουργίας του κτιριακού μικροδικτύου χρησιμοποιώντας την προτεινόμενη στρατηγική ελέγχου, επικυρώθηκε ότι επιτυγχάνεται σημαντική μείωση της ενέργειας που ανταλλάσσεται με το κύριο δίκτυο καθώς και μείωση του ενεργειακού κόστους στο κτίριο. Έχουν εξεταστεί διάφορα σενάρια λειτουργίας και παρουσιάζονται αρκετά πειραματικά αποτελέσματα. Το δεύτερο στοιχείο αναφέρεται στη μεθοδολογία για τη βέλτιστη διαστασιολόγηση της ονομαστικής ισχύος και ενέργειας των ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά και μικρές ανεμογεννήτριες), και τη βέλτιστη ενεργειακή χωρητικότητα, μέγιστη/ελάχιστη κατάσταση φόρτισης (SoC) και ρυθμό/βάθος φόρτισης/εκφόρτιση του ΣΑΕ. Η προτεινόμενη μεθοδολογία βασίζεται στην ανάλυση της κατανάλωσης και παραγωγής ενέργειας στο οικιακό μικροδίκτυο, λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης ενέργειας και τις σημαντικότερες παραμέτρους που ενδέχεται να επηρεάσουν την απόδοση του nZEB. Η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα της μεθόδου έχει επικυρωθεί μέσω ενός μοντέλου προσομοίωσης που αναπτύχθηκε στο MATLAB-Simulink. Εξετάστηκαν διάφορα σενάρια λειτουργίας, τα οποία επαληθεύουν ότι η προτεινόμενη μέθοδος μπορεί να δώσει τη βέλτιστη λύση για τον απαιτούμενο εξοπλισμό nZEB λαμβάνοντας υπόψη τόσο την τεχνολογική όσο και την οικονομική πτυχή του προβλήματος. Συγκεκριμένα, έχει επικυρωθεί ότι η προτεινόμενη μέθοδος δίνει την καλύτερη επιλογή κτιριακού εξοπλισμού βρίσκοντας τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ των προτιμήσεων του χρήστη για το χαμηλότερο αρχικό κόστος επένδυσης και της βέλτιστης απόδοσης και λειτουργίας του μικροδικτύου nZEB. Συμπερασματικά, ο στόχος της διδακτορικής διατριβής για τη βελτίωση του σχεδιασμού και της απόδοσης ενός nZEB έχει επιτευχθεί μέσα από δύο παράλληλες και αλληλένδετες ερευνητικές κατευθύνσεις. Οι δύο μεθοδολογίες αποτελούν μια ολοκληρωμένη στρατηγική βελτιστοποίησης κτιρίων κατοικιών που έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά πρακτικότητας, εύκολης υλοποίησης και λειτουργικότητας. In this PhD dissertation, an integrated methodology for the design and energy management of the devices and subsystems that compose a residential microgrid of household installation is presented. The proposed methodology provides on the one hand, optimal management of the electric energy consumed by the appliances and produced by the domestic Renewable Energy Sources (RES), and on the other hand, optimal selection of the required equipment of RES and battery storage system (BSS). Therefore, it consists of two independent and complementary optimization components that have the common goal of improving the performance of the nearly zero energy building (nZEB). The first component of the proposed methodology includes the strategy of controlling the operation of the electrical appliances of the nZEB’s microgrid and the indoor heating and cooling subsystem, the management of the energy produced by the domestic RES and the regulation of the energy flow from/to the BSS. The main objectives are, on the one hand, the reduction of electricity absorbed by the grid and the reduction of the energy cost, and on the other hand, the protection of the residents’ comfort by keeping it at a desired level. The effectiveness and functionality of the proposed energy management method have been verified through Processor-in-the-Loop (PiL) and Hardware-in-the-Loop (HiL) systems. From the PiL and HiL experimental results of the operation of the building microgrid using the proposed control strategy, it has been validated that significant reduction in the energy exchanged with the main network is achieved as well as reduction of the energy cost in the building. Various operating scenarios have been examined and several experimental results are presented. The second component refers to the methodology for the optimal dimensioning of the rated power and energy of the RES (photovoltaics and small wind turbines), and the optimal energy capacity, maximum/minimum state of charge (SoC) and rate/depth of charge/discharge of the BSS. The proposed methodology is based on the analysis of the energy consumption and production at the home microgrid, considering the operation of the energy management system and the most important parameters that may affect the performance of the nZEB. The functionality and the effectiveness of the method has been validated through a simulation model developed in the MATLAB-Simulink. Various operating scenarios were examined, which verify that the proposed method can provide the optimal solution for the required nZEB equipment considering both the technological and the economic aspect of the problem. Specifically, it has been validated that the proposed method gives the best choice of building equipment by finding an optimal balance between the preferences of the user for the lowest initial investment cost and the optimal performance and operation of the nZEB microgrid. In conclusion, the goal of the PhD dissertation for the improvement in the design and performance of a nZEB has been accomplished through two parallel and interconnected research directions. The two methodologies constitute a comprehensive residential building optimization strategy that has the desired characteristics of practicality, easy implementation, and functionality.

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2022
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2022
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Σκοπός στην παρούσα εργασία είναι να εξετασθεί η επίδραση του καιρού και της εποχικότητας, ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής, στην ψυχική υγεία. Η βασική υπόθεση είναι ότι τόσο ο καιρός όσο και η εποχικότητα έχουν σημαντικές επιδράσεις στην ψυχική υγεία. Για την εξαγωγή ευρημάτων, στην παρούσα μελέτη υιοθετήθηκε η μέθοδος της βιβλιογραφικής ανασκόπησης και η διαδικασία της ποσοτικής ανάλυσης με χρήση ερωτηματολογίου. Πιο συγκεκριμένα για τη βιβλιογραφική ανασκόπηση χρησιμοποιήθηκαν 64 μελέτες, από τις οποίες φάνηκε το πώς θα αυξηθεί το ψυχολογικό, συναισθηματικό και κοινωνικό βάρος της κλιματικής αλλαγής, καθώς περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν άμεσα την κλιματική αλλαγή και καθώς αυξάνεται η ευαισθητοποίηση για την κρίση, ειδικά στο πλαίσιο ανεπαρκούς βελτιωτικής δράσης. Επιπλέον, στην παρούσα εργασία μελετήθηκε με ποσοτική έρευνα η επίδραση του κρύου και της ζέστης στην Ελλάδα, στην ψυχική υγεία των πολιτών. Πιο αναλυτικά, απαντήθηκε ένα ερωτηματολόγιο από δείγμα 120 πολιτών, που επικεντρώνεται στην ψυχική τους υγεία, μια φορά σε υψηλές και μια φορά σε χαμηλές θερμοκρασίες. Μέσα από την έρευνα αναδείχθηκε, πως κατά την περίοδο των υψηλών θερμοκρασιών οι ερωτώμενοι περισσότερο αναφέρουν, πως τίποτα δεν μπορούσε να τους κάνει να ενθουσιαστούν, με τα επίπεδα στρες, κατάθλιψης και άγχους, να βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, συμφωνούν περισσότερο πως μέχρι στιγμής έχουν πάρει τα σημαντικά πράγματα που θέλουν στην ζωή και η ικανοποίηση τους είναι άνω του μετρίου. Τέλος διερευνώντας το παραπάνω ερευνητικό ερώτημα, παρατηρήθηκε πως οι συμμετέχοντες παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα άγχους, στρες και ικανοποίησης από τη ζωή ανάμεσα στις δύο θερμοκρασίες. Πιο αναλυτικά, υψηλότερο επίπεδο στρες και άγχους παρουσιάζουν κατά τις υψηλές θερμοκρασίες και υψηλότερο επίπεδο ικανοποίησης από την ζωή κατά τις χαμηλές θερμοκρασίες. Όλα αυτά υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη με την οποία ειδικότερα οι παγκόσμιοι ηγέτες πρέπει να επιταχύνουν τη δράση για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για να αποφευχθούν αυτές οι άδικες επιβαρύνσεις στην κοινωνία, υποστηρίζοντας παράλληλα τις κοινότητες να προσαρμοστούν. The objective of this thesis is to examine the impact of weather and seasonality, as consequences of climate change, on mental health. The main hypothesis is that both weather and seasonality have significant effects on mental health. To investigate this hypothesis, the study employs a literature review and a quantitative analysis using a questionnaire. The literature review, which includes 64 studies, demonstrates how the psychological, emotional, and social burden of climate change is expected to increase as more people experience its effects directly and as awareness of the crisis grows, especially in the context of insufficient mitigation action. The study also investigates the impact of cold and hot weather on mental health in Greece through a quantitative survey. A sample of 120 citizens completed a questionnaire focusing on their mental health once during high temperatures and once during low temperatures. The results of the survey reveal that during periods of high temperatures, respondents are more likely to report feeling unmotivated, while levels of stress, depression, and anxiety remain low. Additionally, they are more likely to agree that they have achieved the important things they want in life and that their life satisfaction is above average. Finally, the study finds that participants exhibit statistically significant differences in stress, anxiety, and life satisfaction levels between the two temperature conditions. Specifically, they report higher levels of stress and anxiety during high temperatures and higher levels of life satisfaction during low temperatures. These findings emphasize the urgent need for global leaders to accelerate action to reduce greenhouse gas emissions to avoid these unjust burdens on society, while supporting communities to adapt. Συνεργαζόμενα Τμήματα : Γεωλογίας, Ιατρικής (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης), Μηχανικών Περιβάλλοντος (Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας)

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2024
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2024
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Authors: Klaoudatos, Dimitrios;

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε για πρώτη φορά η σημαντική παρατήρηση ότι ο πληθυσμός των ακτών είχε αυξηθεί περισσότερο από κάθε άλλη ζώνη. Στο τέλος του 20ού αιώνα, περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσαν σε ακτίνα 100 km από την ακτογραμμή, με διαρκώς αυξανόμενη τάση μετακίνησης με σκοπό τη μόνιμη κατοικία και εργασία. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε ο διάλογος για την κλιματική αλλαγή με τα πιθανά αποτελέσματά της, ο οποίος διαρκεί μέχρι σήμερα χωρίς ακόμα να έχουν ενσωματωθεί πολιτικές στα συστήματα λήψης αποφάσεων. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι συνδυασμένες φυσικές και κοινωνικές αλλαγές η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών (1992) επέλεξε να επιδιώξει τη βιώσιμη ανάπτυξη των ακτών με την εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης. Πέρα από την ασάφεια του όρου «ολοκληρωμένη διαχείριση», για την οποία έχουν γίνει πολλές προτάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ανάληψη της παράκτιας διαχείρισης στην επιδίωξη της βιώσιμης ανάπτυξης έχει ορθά εκληφθεί ως ένα δεσμευτικό καθήκον. Η από κοινού επιδίωξη της ακεραιότητας των παράκτιων οικοσυστημάτων, της οικονομικής αποδοτικότητας και της κοινωνικής ισότητας, που συνθέτουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, είναι μονόδρομος για τη διατήρηση στο μέγιστο των ευεργεσιών που προσφέρει η παράκτια ζώνη, με όλες τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο εγχείρημα λόγω του περίπλοκου ιστού των τοπικών οικοσυστημάτων που συνδέουν τη γη, τη θάλασσα και την κοντινή ατμόσφαιρα, της αυξανόμενης ανθρώπινης πίεσης και της διευρυνόμενης χρήσης των φυσικών και άλλων πόρων. Η διαχείριση παράκτιας ζώνης είναι μια πολύπλοκη διαδικασία με έντονες αντιθέσεις και συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και φορέων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν οικονομικά συμφέροντα στην παράκτια ζώνη. Στο παρόν σύγγραμμα μελετώνται τα επιμέρους οικοσυστήματα της παράκτιας ζώνης και δίνονται οι αρχές και οι προϋποθέσεις για την εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων για κάθε περίπτωση. Στο τέλος του βιβλίου δίνονται επίσης επικουρικά κεφάλαια με τις βασικές αρχές παράκτιας μηχανικής, καθώς και τις σύγχρονες προκλήσεις της διαχείρισης. In the early 1990s, an important observation was made for the first time that the coastal population had increased more than in any other zone. At the end of the 20th century, about two-thirds of the world's population lived within 100 km of the coastline, with an ever-increasing trend of movement for permanent residence and work. At the same time, the debate on climate change and its possible effects was launched and continues to this day without policies being incorporated into decision-making systems. To address these combined physical and social changes, the United Nations Conference (1992) chose to pursue sustainable coastal development through the implementation of integrated management systems. Beyond the ambiguity of the term 'integrated management', for which many proposals have been made since the early 1990s, the inclusion of coastal management in the pursuit of sustainable development has rightly been perceived as a binding task. The joint pursuit of the integrity of coastal ecosystems, economic efficiency and social equity, which make up sustainable development, is a one-way street for maximising the benefits offered by the coastal zone, with all the difficulties inherent in the task due to the complex web of local ecosystems linking land, sea and the immediate atmosphere, increasing human pressure and the expanding use of natural and other resources. Coastal zone management is a complex process with strong contrasts and conflicts of interest between the individuals and actors involved, including those with economic interests in the coastal zone. This book studies the individual ecosystems of the coastal zone and provides the principles and conditions for the preparation of management plans for each case. At the end of the book, there are also supplementary chapters on the basic principles of coastal engineering as well as on contemporary management challenges.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Authors: Karabourniotis, George; Savvas, Dimitrios;

    Το σύγγραμμα έχει σκοπό να παράσχει ένα υπόβαθρο γνώσεων σχετικά με τους παράγοντες καταπόνησης, οι οποίοι κάνουν συνήθως την εμφάνισή τους σε φυτά καλλιεργούμενα σε θερμοκήπια, καθώς και τις επιπτώσεις των παραγόντων αυτών, στην ανάπτυξη και επιβίωση των φυτών. This book provides useful information concerning stress factors affecting plant growth and survival within glasshouses

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία εξετάζει τις διαφορές και τις ομοιότητες στην επικοινωνιακή στρατηγική μεταξύ εταιρειών γρήγορης μόδας και μόδας πολυτελείας Η βιομηχανία της μόδας, η οποία θεωρείται μία από τις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες παγκοσμίως, έχει κατηγορηθεί για σοβαρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η βιωσιμότητα και η εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ) απασχολούν ολοένα και περισσότερο τόσο τους καταναλωτές όσο και τους μετόχους. Πολλές εταιρείες ενσωματώνουν πλέον την ΕΚΕ στις επικοινωνιακές τους στρατηγικές, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσουν τα αρνητικά σχόλια και τις κριτικές. Παράλληλα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδειχθεί ως το βασικό εργαλείο επικοινωνίας για αυτές τις στρατηγικές, αντικαθιστώντας εν μέρει τα παραδοσιακά μέσα, καθώς ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των σύγχρονων καταναλωτών και ενδιαφερόμενων μερών. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται μια συνοπτική ανάλυση της βιομηχανίας της μόδας και των τρόπων με τους οποίους ανταποκρίνεται στις πιέσεις του κοινού για βιωσιμότητα, με έμφαση στην προώθηση πρακτικών ΕΚΕ μέσω των κοινωνικών δικτύων. Συγκεκριμένα, επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή για την κατανόηση των διαφορών μεταξύ γρήγορης μόδας και μόδας πολυτελείας. Ακολουθεί ανάλυση των διαφημιστικών στρατηγικών των εταιρειών στα κοινωνικά δίκτυα, των πρακτικών εταιρικής ευθύνης που εφαρμόζουν και των τρόπων παρουσίασής τους, ενώ μέσα από συγκρίσεις διερευνώνται οι διαφορές στις δύο αυτές κατηγορίες.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Nowadays, conventional fuels and fossil resources mostly cover electricity demand. The excessive use of these resources leads to significant environmental pressures and greenhouse gas emissions that contribute to climate change. With the aim of rational management of natural resources and sustainable development, the transition to the utilization of renewable energy sources (RES) is necessary. The main characteristics of RES are their abundance in the natural environment, their small ecological footprint as well as the possibility of decentralizing the energy production system. During the last years, important actions have been observed to support green forms of energy around the world. Both at European and national level, important actions have been taken to reduce the use of conventional fuels for electricity, household heating and transport. The Regional Unit of Halkidiki is an area with a developed tourist and agricultural sector. This results in an increase in energy consumption. Also, the region has a rich cultural and natural reserve (forest lands, protected areas, wetlands, wildlife sanctuaries, etc.). In the context of energy autonomy and sustainable development, the determination of suitable areas for siting solar and wind power plants in Halkidiki was carried out. To achieve the finding of suitable areas, criteria were selected from the Special Framework for Spatial Planning and Sustainable Development for RES as well as from the international literature. The study area was examined in terms of its demographic, economic, cultural, morphological, environmental, and administrative elements. Then, the exclusion of incompatible RES siting areas, the finding of suitability areas was carried out. Furthermore, a set of criteria was created for the evaluation of siting suitability areas. The importance of the evaluation criteria was calculated using the Analytic Hierarchy Process (AHP). Also, a GIS program was used to process the data of the area, map the unsuitable areas as well as the suitable areas for RES siting. Subsequently, an evaluation of the areas was carried out, aiming to find the optimal RES siting area. Furthermore, the calculation of the electricity consumption of Halkidiki was carried out. The main objective of the thesis is the energy autonomy of Halkidiki using RES. Finally, the conclusions obtained from the analysis of the results and the previous sections of the thesis are presented Στη σημερινή εποχή τα συμβατικά καύσιμα και οι ορυκτοί πόροι καλύπτουν τη ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλο βαθμό. Η υπέρμετρη χρήση των συγκεκριμένων πόρων οδηγεί σε σημαντικές περιβαλλοντικές πιέσεις και εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων οι οποίες συμβάλουν στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Έχοντας ως βασικό στόχο την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και την αειφόρο ανάπτυξη, η μετάβαση στην αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) κρίνεται αναγκαία. Κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών έχουν παρατηρηθεί σημαντικές δράσεις για την στήριξη πράσινων μορφών ενέργειας ανά τον κόσμο. Σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές δράσεις για την ελάττωση της χρήσης συμβατικών καυσίμων για ηλεκτρισμό, θέρμανση και μεταφορές. Η ΠΕ Χαλκιδικής αποτελεί μια περιοχή με αρκετά ανεπτυγμένο τουριστικό και αγροτικό τομέα με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για ενέργεια. Επίσης, διαθέτει ένα πλούσιο πολιτιστικό και φυσικό απόθεμα (δασικές εκτάσεις, προστατευόμενες περιοχές, υγρότοποι, καταφύγια άγριας ζωής κτλ.). Στα πλαίσια της ενεργειακής αυτονομία και της βιώσιμης ανάπτυξης επιδιώκεται ο προσδιορισμός κατάλληλων θέσεων χωροθέτησης ηλιακών και αιολικών εγκαταστάσεων στην ΠΕ Χαλκιδικής. Για την επίτευξη της εύρεσης των κατάλληλων περιοχών επιλέχθηκαν κριτήρια από το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ αλλά και τη διεθνή βιβλιογραφία. Η περιοχή μελέτης εξετάστηκε ως προς τα δημογραφικά, οικονομικά, πολιτιστικά, μορφολογικά, περιβαλλοντικά και διοικητικά στοιχεία της. Έπειτα, πραγματοποιήθηκε ο αποκλεισμός ασύμβατων περιοχών χωροθέτησης ΑΠΕ, η εύρεση περιοχών καταλληλότητας καθώς και η αξιολόγηση τους ως προς ένα σύστημα κριτηρίων. Η σημαντικότητα κάθε κριτηρίου προσδιορίστηκε μέσω της διαδικασίας της αναλυτικής ιεράρχησης. Για την επεξεργασία των δεδομένων της περιοχής, την αποτύπωση των ακατάλληλων περιοχών καθώς και για τον προσδιορισμό των θέσεων καταλληλότητας χωροθέτησης ΑΠΕ χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα GIS. Στην συνέχεια, πραγματοποιήθηκε βαθμονόμηση των περιοχών με στόχο την εύρεση της βέλτιστης περιοχής χωροθέτησης ΑΠΕ. Ακόμα, πραγματοποιήθηκε ο υπολογισμός των καταναλωτικών αναγκών της ΠΕ Χαλκιδικής με στόχο την κάλυψη τους από εγκαταστάσεις ΑΠΕ. Τέλος, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση των αποτελεσμάτων και των προηγούμενων ενοτήτων της εργασίας

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2024
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2024
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει την αξιοποίηση του ντοκιμαντέρ και των ψηφιακών ιστοριών, ως εργαλεία ευαισθητοποίησης, περιβαλλοντικής αφύπνισης και απόκτησης οικολογικής συμπεριφοράς. Ουσιαστικά στόχο έχει να αναδείξει την επιρροή που έχουν τα Οπτικοακουστικά Μέσα, οι ψηφιακές τεχνολογίες και τα Νέα Μέσα στην ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης και της ανάληψης δράσης για το περιβάλλον. Ο τρόπος μελέτης των παραπάνω πραγματοποιείται εξετάζοντας μέσα από την βιβλιογραφική ανασκόπηση και από την διεξαγωγή πρωτογενούς έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε μαθητές/τριες Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Νομού Θεσσαλονίκης. Τα αποτελέσματα, προέκυψαν μετά από την χρήση ερωτηματολογίων αλλά και μέσα από την συζήτηση και την παρατήρηση της ερευνήτριας που ακολούθησε την παρέμβαση με το πρόγραμμα κινηματογραφικής παιδείας που δημιουργήθηκε για τους σκοπούς της έρευνας. Επιπρόσθετα, εστιάζει στην χρήση ψηφιακών εργαλείων και κατά πόσο οι μαθητές/τριες που παρήγαγαν κάποιο ψηφιακό προϊόν, παρουσίασαν αλλαγή στα πιστεύω τους σε σχέση με την κλιματική αλλαγή ή στην τάση για φιλοπεριβαλλοντική συμπεριφορά. The purpose of this study is to explore the use of documentaries and digital stories as tools for awareness-raising, environmental awareness and the acquisition of ecological behavior. It essentially aims to highlight the impact that Audiovisual Media, digital technologies and the New Media have on enhancing environmental awareness and taking action on the environment. The way of studying the above is carried out by examining through the bibliographic review and by conducting primary research, which was carried out on students of secondary education of the Thessaloniki Area. The results emerged after the use of questionnaires but also through the discussion and observation of the researcher who followed the intervention with the film education program created for the purposes of the research. In addition, it focuses on the use of digital tools and whether students who have produced a digital product have experienced a change in their beliefs about climate change or a tendency towards environmental behavior.

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2022
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2022
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στις βιοφυσικές επιπτώσεις των αλλαγών κάλυψης και χρήσης γης στο περιοχικό κλίμα της Ευρώπης, με τη χρήση κλιματικών προσομοιώσεων. Οι προσομοιώσεις εκτελούνται με το κλιματικό μοντέλο WRF, οδηγούμενο από δεδομένα επανάλυσης πάνω από την Ευρώπη, ενώ για την ανάλυση περιλαμβάνονται δεδομένα από προσομοιώσεις και άλλων κλιματικών μοντέλων, που εφάρμοσαν το ίδιο πειραματικό σχέδιο στο πλαίσιο δράσης του Euro-CORDEX. Σε πρώτο στάδιο, αξιολογήθηκαν οι προσομοιώσεις με WRF ως προς την ικανότητα τους να αναπαριστήσουν επαρκώς τις πραγματικές κλιματικές διεργασίες που συμβαίνουν μεταξύ της επιφάνειας του εδάφους και της ατμόσφαιρας. Οι προσομοιώσεις συγκρίθηκαν με δεδομένα παρατήρησης για τη θερμοκρασία, τον υετό, τις ροές θερμότητας και ακτινοβολίας, τη νέφωση και την υγρασία εδάφους. Σε δεύτερο στάδιο, δύο ιδεατοί χάρτες εφαρμόζονται στα μοντέλα, όπου η Ευρώπη είναι πλήρως καλυμμένη με δάσος ή γρασίδι, προκειμένου να εξεταστούν οι βιοφυσικές επιπτώσεις των αλλαγών χρήσης και κάλυψης γης στη θερμοκρασία εδάφους στην Ευρώπη σε περιοχική κλίμακα. Οι επιπτώσεις στην θερμοκρασία εδάφους ερευνώνται υπό το πρίσμα των αλλαγών στο ενεργειακό ισοζύγιο στην επιφάνεια και την υγρασία εδάφους. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιούνται δεδομένα θερμοκρασίας εδάφους από το δίκτυο σταθμών FLUXNET, ώστε να αξιολογηθεί η πληροφορία που μεταφέρεται από τα κλιματικά μοντέλα. Σε τρίτο στάδιο, συγκρίνονται δύο προσομοιώσεις με WRF για την περίοδο 1986-2015, όπου στη μία εφαρμόζεται ένας πραγματικός χάρτης κάλυψης γης για το έτος 1950 και στην άλλη ο χάρτης κάλυψης του εδάφους για το 2015, με σκοπό να εξεταστούν οι πιθανές κλιματικές επιπτώσεις των πρόσφατων αλλαγών κάλυψης γης πάνω από την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι αλλαγές στο ενεργειακό ισοζύγιο στην επιφάνεια του εδάφους, τη θερμοκρασία και τον υετό. Η καινοτομία της διδακτορικής διατριβής είναι ότι για πρώτη φορά μεταφέρεται κλιματική πληροφορία για τις βιοφυσικές επιπτώσεις των αλλαγών χρήσης και κάλυψης γης πάνω από την Ευρώπη, από σμήνος κλιματικών προσομοιώσεων σε περιοχική κλίμακα. Η πληροφορία αυτή μπορεί να βοηθήσει τους αρμόδιους για την πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, σε μία εποχή που η αναδάσωση προτείνεται ως μία στρατηγική μετριασμού των ανθρωπογενών θερμοκηπικών αερίων στην ατμόσφαιρα. The current doctoral dissertation is focused on the biophysical impact of land cover and land use change on regional climate in Europe, with the use of regional climate simulations. The WRF regional climate model is employed, driven by reanalysis data over Europe, while data from other climate models are also analyzed, which applied the same experimental design within the framework of Euro-CORDEX. In the first phase, the WRF simulations are evaluated to assess their ability to represent adequately the physical processes that take place between the ground and atmosphere. The simulations are compared to observational data for temperature, precipitation, radiation and heat fluxes, cloudiness and soil moisture. In the second phase, two idealized land cover maps are implemented into climate models, in which Europe is represented as fully covered by forest or grass, in order to examine the biophysical impact of land cover changes on soil temperature in Europe at regional scale. The consequences on soil temperature are investigated through the changes in surface energy balance and soil moisture. Furthermore, observational soil temperature data from FLUXNET network are analyzed, in order to assess the reliability of information that is delivered by models. In the third phase, two WRF simulations are compared, in which the land cover map of 1950 and 2015 is implemented respectively, with the aim to investigate the potential climate impact of recent land cover changes in Europe. Specifically, the changes in surface energy balance, temperature and precipitation are analyzed. The innovation of this study is that for first time climatic information is delivered by an ensemble of regional climate models about the biophysical consequences of land cover changes over Europe at regional scale. This information could help people involved in decision-making for climate change adaptation, since forestation is being promoted as a land-based mitigation strategy for reduction of anthropogenic greenhouse gases in atmosphere.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Οι παραδοσιακές αγορές διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στα ιστορικά κέντρα των πόλεων και χαρακτηρίζονται από υψηλή πολιτιστική, λειτουργική, ιστορική και κοινωνικοοικονομική αξία, παράγοντες που αποτελούν βασικούς πόρους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Πρόκειται για περιοχές, όπου αναβλύζουν η πολιτιστική κληρονομιά, ο τρόπος ζωής και οι ενδείξεις των ιστορικών ριζών ενός τόπου. Οι προκλήσεις και συγκυρίες των ημερών μας ασκούν διαρκή πίεση σε τέτοιες αγορές, κάνοντας το βιώσιμο σχεδιασμό τους πλέον απαραίτητο, προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις σύγχρονες απαιτήσεις και να παραμείνουν ανθεκτικές. Συνεπώς, εγείρεται το ερώτημα, του πώς μπορούν να διατυπωθούν προτάσεις βιώσιμων αναπλάσεων των παραδοσιακών αγορών στα ιστορικά κέντρα πόλεων, οι οποίες να διατηρούν την ισορροπία μεταξύ της περιβαλλοντικής, κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής τους διάστασης, δίχως να ισοπεδώνουν την διαχρονική ταυτότητα και τον μοναδικό τους χαρακτήρα. Η παρούσα έρευνα καλείται να διερευνήσει την παραπάνω προβληματική, μέσω της ενσωμάτωσης ποιοτικών και ποσοτικών ερευνητικών στρατηγικών. Κατόπιν της θεωρητικής προσέγγισης του ζητήματος, μα και της ανάλυσης περιπτωσιακής μελέτης, η έρευνα στοχεύει στην διατύπωση μιας ολοκληρωμένης πρότασης βιώσιμης ανάπλασης της Αγοράς Βλάλη στο Ιστορικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στόχος είναι, η πρόταση να ενσωματώνει ένα σύνολο σχεδιαστικών λύσεων, που θα αγγίζουν με ευαισθησία αυτή την ιστορική περιοχή και θα ανταποκρίνονται στο ευρύ φάσμα των σύγχρονων περιβαλλοντικών και κοινωνικών απαιτήσεων. Traditional markets play a significant role in the historic centers of cities, as they present a high cultural, functional, historical and socio-economical value, factors that form the main resources for sustainable urban development. They are places where the cultural heritage, lifestyle and historical roots of the city are fully emergent. Nonetheless, modern circumstances and challenges apply constant pressure on such markets, demanding their sustainable regeneration, in order for them to effectively respond to today’s requirements and remain resilient. Therefore, the question to be answered is by what means we can sustainably regenerate traditional markets in the historic centers of the cities, while maintaining a balance between their environmental, socio-economical and cultural value, without erasing their timeless identity and unique character. This thesis aspires to investigate that question, incorporating quantitative and qualitative research methods. After a theoretical approach and the analysis of relevant examples, the research aims to present an extended suggestion for the sustainable regeneration of the Vlali Market, in the city of Thessaloniki. Ultimately, this suggestion aspires to implement design solutions that approach this historic market with sensitivity and respond to the modern environmental and social challenges it faces.

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2024
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2024
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Επί του παρόντος, περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικεί σε αστικά κέντρα, ενώ εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτό θα ανέλθει σχεδόν στο 70% έως το 2050. Η εντατικοποίηση της αστικοποίησης έχει επιφέρει μια σειρά από προκλήσεις, οι οποίες χρίζουν αντιμετώπισης, προκειμένου οι σύγχρονες πόλεις να συμβαδίζουν με τις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού που συγκεντρώνεται σε αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε η ιδέα των έξυπνων πόλεων, σύμφωνα με την οποία οι πόλεις θα πρέπει να έχουν βιώσιμο και περιβαλλοντικά φιλικό χαρακτήρα και να εκμεταλλεύονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις τεχνολογικές εξελίξεις για την εφαρμογή καινοτομιών, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων και των λειτουργιών και υπηρεσιών των πόλεων, τη διασφάλιση πόρων για τις μελλοντικές γενιές, αλλά και την επίτευξη ενεργειακής αποδοτικότητας. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία, επιχειρείται η περιγραφή του εγχειρήματος της έξυπνης πόλης και η ανάλυση τριών παραδειγμάτων έξυπνων πόλεων σε διεθνές, Ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, αντίστοιχα, για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, καθώς και τα οφέλη και τις νέες προκλήσεις που ενδεχομένως προκύπτουν κατά με την υλοποίηση του.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
Advanced search in Research products
Research products
arrow_drop_down
Searching FieldsTerms
Any field
arrow_drop_down
includes
arrow_drop_down
The following results are related to Energy Research. Are you interested to view more results? Visit OpenAIRE - Explore.
153 Research products
  • Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη μεθοδολογία σχεδιασμού και διαχείρισης ενέργειας των συσκευών και των υποσυστημάτων που συνθέτουν ένα οικιακό μικροδίκτυο οικιακής εγκατάστασης. Η προτεινόμενη μεθοδολογία παρέχει αφενός τη βέλτιστη διαχείριση της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν οι συσκευές και παράγεται από τις τοπικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και αφετέρου τη βέλτιστη επιλογή του απαιτούμενου εξοπλισμού ΑΠΕ και συστήματος αποθήκευσης ενέργειας (ΣΑΕ) μπαταριών. Επομένως, αποτελείται από δύο ανεξάρτητα και συμπληρωματικά στοιχεία βελτιστοποίησης που έχουν κοινό στόχο τη βελτίωση της απόδοσης του κτιρίου σχεδόν μηδενικής ενέργειας (nZEB). Το πρώτο στοιχείο της προτεινόμενης μεθοδολογίας περιλαμβάνει τη στρατηγική ελέγχου της λειτουργίας των ηλεκτρικών συσκευών του μικροδικτύου του nZEB και του υποσυστήματος θέρμανσης και ψύξης εσωτερικών χώρων, τη διαχείριση της ενέργειας που παράγεται από τις οικιακές ΑΠΕ και τη ρύθμιση της ροής ενέργειας από/προς το ΣΑΕ. Βασικοί στόχοι είναι αφενός η μείωση της ηλεκτρικής ενέργειας που απορροφάται από το δίκτυο και η μείωση του ενεργειακού κόστους και αφετέρου η προστασία της άνεσης των κατοίκων διατηρώντας την σε επιθυμητό επίπεδο. Η αποτελεσματικότητα και η λειτουργικότητα της προτεινόμενης μεθόδου διαχείρισης ενέργειας έχουν επαληθευτεί μέσω των συστημάτων Processor-in-the-Loop (PiL) και Hardware-in-the-Loop (HiL). Από τα πειραματικά αποτελέσματα PiL και HiL της λειτουργίας του κτιριακού μικροδικτύου χρησιμοποιώντας την προτεινόμενη στρατηγική ελέγχου, επικυρώθηκε ότι επιτυγχάνεται σημαντική μείωση της ενέργειας που ανταλλάσσεται με το κύριο δίκτυο καθώς και μείωση του ενεργειακού κόστους στο κτίριο. Έχουν εξεταστεί διάφορα σενάρια λειτουργίας και παρουσιάζονται αρκετά πειραματικά αποτελέσματα. Το δεύτερο στοιχείο αναφέρεται στη μεθοδολογία για τη βέλτιστη διαστασιολόγηση της ονομαστικής ισχύος και ενέργειας των ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά και μικρές ανεμογεννήτριες), και τη βέλτιστη ενεργειακή χωρητικότητα, μέγιστη/ελάχιστη κατάσταση φόρτισης (SoC) και ρυθμό/βάθος φόρτισης/εκφόρτιση του ΣΑΕ. Η προτεινόμενη μεθοδολογία βασίζεται στην ανάλυση της κατανάλωσης και παραγωγής ενέργειας στο οικιακό μικροδίκτυο, λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης ενέργειας και τις σημαντικότερες παραμέτρους που ενδέχεται να επηρεάσουν την απόδοση του nZEB. Η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα της μεθόδου έχει επικυρωθεί μέσω ενός μοντέλου προσομοίωσης που αναπτύχθηκε στο MATLAB-Simulink. Εξετάστηκαν διάφορα σενάρια λειτουργίας, τα οποία επαληθεύουν ότι η προτεινόμενη μέθοδος μπορεί να δώσει τη βέλτιστη λύση για τον απαιτούμενο εξοπλισμό nZEB λαμβάνοντας υπόψη τόσο την τεχνολογική όσο και την οικονομική πτυχή του προβλήματος. Συγκεκριμένα, έχει επικυρωθεί ότι η προτεινόμενη μέθοδος δίνει την καλύτερη επιλογή κτιριακού εξοπλισμού βρίσκοντας τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ των προτιμήσεων του χρήστη για το χαμηλότερο αρχικό κόστος επένδυσης και της βέλτιστης απόδοσης και λειτουργίας του μικροδικτύου nZEB. Συμπερασματικά, ο στόχος της διδακτορικής διατριβής για τη βελτίωση του σχεδιασμού και της απόδοσης ενός nZEB έχει επιτευχθεί μέσα από δύο παράλληλες και αλληλένδετες ερευνητικές κατευθύνσεις. Οι δύο μεθοδολογίες αποτελούν μια ολοκληρωμένη στρατηγική βελτιστοποίησης κτιρίων κατοικιών που έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά πρακτικότητας, εύκολης υλοποίησης και λειτουργικότητας. In this PhD dissertation, an integrated methodology for the design and energy management of the devices and subsystems that compose a residential microgrid of household installation is presented. The proposed methodology provides on the one hand, optimal management of the electric energy consumed by the appliances and produced by the domestic Renewable Energy Sources (RES), and on the other hand, optimal selection of the required equipment of RES and battery storage system (BSS). Therefore, it consists of two independent and complementary optimization components that have the common goal of improving the performance of the nearly zero energy building (nZEB). The first component of the proposed methodology includes the strategy of controlling the operation of the electrical appliances of the nZEB’s microgrid and the indoor heating and cooling subsystem, the management of the energy produced by the domestic RES and the regulation of the energy flow from/to the BSS. The main objectives are, on the one hand, the reduction of electricity absorbed by the grid and the reduction of the energy cost, and on the other hand, the protection of the residents’ comfort by keeping it at a desired level. The effectiveness and functionality of the proposed energy management method have been verified through Processor-in-the-Loop (PiL) and Hardware-in-the-Loop (HiL) systems. From the PiL and HiL experimental results of the operation of the building microgrid using the proposed control strategy, it has been validated that significant reduction in the energy exchanged with the main network is achieved as well as reduction of the energy cost in the building. Various operating scenarios have been examined and several experimental results are presented. The second component refers to the methodology for the optimal dimensioning of the rated power and energy of the RES (photovoltaics and small wind turbines), and the optimal energy capacity, maximum/minimum state of charge (SoC) and rate/depth of charge/discharge of the BSS. The proposed methodology is based on the analysis of the energy consumption and production at the home microgrid, considering the operation of the energy management system and the most important parameters that may affect the performance of the nZEB. The functionality and the effectiveness of the method has been validated through a simulation model developed in the MATLAB-Simulink. Various operating scenarios were examined, which verify that the proposed method can provide the optimal solution for the required nZEB equipment considering both the technological and the economic aspect of the problem. Specifically, it has been validated that the proposed method gives the best choice of building equipment by finding an optimal balance between the preferences of the user for the lowest initial investment cost and the optimal performance and operation of the nZEB microgrid. In conclusion, the goal of the PhD dissertation for the improvement in the design and performance of a nZEB has been accomplished through two parallel and interconnected research directions. The two methodologies constitute a comprehensive residential building optimization strategy that has the desired characteristics of practicality, easy implementation, and functionality.

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2022
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2022
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Σκοπός στην παρούσα εργασία είναι να εξετασθεί η επίδραση του καιρού και της εποχικότητας, ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής, στην ψυχική υγεία. Η βασική υπόθεση είναι ότι τόσο ο καιρός όσο και η εποχικότητα έχουν σημαντικές επιδράσεις στην ψυχική υγεία. Για την εξαγωγή ευρημάτων, στην παρούσα μελέτη υιοθετήθηκε η μέθοδος της βιβλιογραφικής ανασκόπησης και η διαδικασία της ποσοτικής ανάλυσης με χρήση ερωτηματολογίου. Πιο συγκεκριμένα για τη βιβλιογραφική ανασκόπηση χρησιμοποιήθηκαν 64 μελέτες, από τις οποίες φάνηκε το πώς θα αυξηθεί το ψυχολογικό, συναισθηματικό και κοινωνικό βάρος της κλιματικής αλλαγής, καθώς περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν άμεσα την κλιματική αλλαγή και καθώς αυξάνεται η ευαισθητοποίηση για την κρίση, ειδικά στο πλαίσιο ανεπαρκούς βελτιωτικής δράσης. Επιπλέον, στην παρούσα εργασία μελετήθηκε με ποσοτική έρευνα η επίδραση του κρύου και της ζέστης στην Ελλάδα, στην ψυχική υγεία των πολιτών. Πιο αναλυτικά, απαντήθηκε ένα ερωτηματολόγιο από δείγμα 120 πολιτών, που επικεντρώνεται στην ψυχική τους υγεία, μια φορά σε υψηλές και μια φορά σε χαμηλές θερμοκρασίες. Μέσα από την έρευνα αναδείχθηκε, πως κατά την περίοδο των υψηλών θερμοκρασιών οι ερωτώμενοι περισσότερο αναφέρουν, πως τίποτα δεν μπορούσε να τους κάνει να ενθουσιαστούν, με τα επίπεδα στρες, κατάθλιψης και άγχους, να βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, συμφωνούν περισσότερο πως μέχρι στιγμής έχουν πάρει τα σημαντικά πράγματα που θέλουν στην ζωή και η ικανοποίηση τους είναι άνω του μετρίου. Τέλος διερευνώντας το παραπάνω ερευνητικό ερώτημα, παρατηρήθηκε πως οι συμμετέχοντες παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα άγχους, στρες και ικανοποίησης από τη ζωή ανάμεσα στις δύο θερμοκρασίες. Πιο αναλυτικά, υψηλότερο επίπεδο στρες και άγχους παρουσιάζουν κατά τις υψηλές θερμοκρασίες και υψηλότερο επίπεδο ικανοποίησης από την ζωή κατά τις χαμηλές θερμοκρασίες. Όλα αυτά υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη με την οποία ειδικότερα οι παγκόσμιοι ηγέτες πρέπει να επιταχύνουν τη δράση για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για να αποφευχθούν αυτές οι άδικες επιβαρύνσεις στην κοινωνία, υποστηρίζοντας παράλληλα τις κοινότητες να προσαρμοστούν. The objective of this thesis is to examine the impact of weather and seasonality, as consequences of climate change, on mental health. The main hypothesis is that both weather and seasonality have significant effects on mental health. To investigate this hypothesis, the study employs a literature review and a quantitative analysis using a questionnaire. The literature review, which includes 64 studies, demonstrates how the psychological, emotional, and social burden of climate change is expected to increase as more people experience its effects directly and as awareness of the crisis grows, especially in the context of insufficient mitigation action. The study also investigates the impact of cold and hot weather on mental health in Greece through a quantitative survey. A sample of 120 citizens completed a questionnaire focusing on their mental health once during high temperatures and once during low temperatures. The results of the survey reveal that during periods of high temperatures, respondents are more likely to report feeling unmotivated, while levels of stress, depression, and anxiety remain low. Additionally, they are more likely to agree that they have achieved the important things they want in life and that their life satisfaction is above average. Finally, the study finds that participants exhibit statistically significant differences in stress, anxiety, and life satisfaction levels between the two temperature conditions. Specifically, they report higher levels of stress and anxiety during high temperatures and higher levels of life satisfaction during low temperatures. These findings emphasize the urgent need for global leaders to accelerate action to reduce greenhouse gas emissions to avoid these unjust burdens on society, while supporting communities to adapt. Συνεργαζόμενα Τμήματα : Γεωλογίας, Ιατρικής (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης), Μηχανικών Περιβάλλοντος (Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας)

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2024
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2024
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Authors: Klaoudatos, Dimitrios;

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε για πρώτη φορά η σημαντική παρατήρηση ότι ο πληθυσμός των ακτών είχε αυξηθεί περισσότερο από κάθε άλλη ζώνη. Στο τέλος του 20ού αιώνα, περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσαν σε ακτίνα 100 km από την ακτογραμμή, με διαρκώς αυξανόμενη τάση μετακίνησης με σκοπό τη μόνιμη κατοικία και εργασία. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε ο διάλογος για την κλιματική αλλαγή με τα πιθανά αποτελέσματά της, ο οποίος διαρκεί μέχρι σήμερα χωρίς ακόμα να έχουν ενσωματωθεί πολιτικές στα συστήματα λήψης αποφάσεων. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι συνδυασμένες φυσικές και κοινωνικές αλλαγές η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών (1992) επέλεξε να επιδιώξει τη βιώσιμη ανάπτυξη των ακτών με την εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης. Πέρα από την ασάφεια του όρου «ολοκληρωμένη διαχείριση», για την οποία έχουν γίνει πολλές προτάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ανάληψη της παράκτιας διαχείρισης στην επιδίωξη της βιώσιμης ανάπτυξης έχει ορθά εκληφθεί ως ένα δεσμευτικό καθήκον. Η από κοινού επιδίωξη της ακεραιότητας των παράκτιων οικοσυστημάτων, της οικονομικής αποδοτικότητας και της κοινωνικής ισότητας, που συνθέτουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, είναι μονόδρομος για τη διατήρηση στο μέγιστο των ευεργεσιών που προσφέρει η παράκτια ζώνη, με όλες τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο εγχείρημα λόγω του περίπλοκου ιστού των τοπικών οικοσυστημάτων που συνδέουν τη γη, τη θάλασσα και την κοντινή ατμόσφαιρα, της αυξανόμενης ανθρώπινης πίεσης και της διευρυνόμενης χρήσης των φυσικών και άλλων πόρων. Η διαχείριση παράκτιας ζώνης είναι μια πολύπλοκη διαδικασία με έντονες αντιθέσεις και συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και φορέων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν οικονομικά συμφέροντα στην παράκτια ζώνη. Στο παρόν σύγγραμμα μελετώνται τα επιμέρους οικοσυστήματα της παράκτιας ζώνης και δίνονται οι αρχές και οι προϋποθέσεις για την εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων για κάθε περίπτωση. Στο τέλος του βιβλίου δίνονται επίσης επικουρικά κεφάλαια με τις βασικές αρχές παράκτιας μηχανικής, καθώς και τις σύγχρονες προκλήσεις της διαχείρισης. In the early 1990s, an important observation was made for the first time that the coastal population had increased more than in any other zone. At the end of the 20th century, about two-thirds of the world's population lived within 100 km of the coastline, with an ever-increasing trend of movement for permanent residence and work. At the same time, the debate on climate change and its possible effects was launched and continues to this day without policies being incorporated into decision-making systems. To address these combined physical and social changes, the United Nations Conference (1992) chose to pursue sustainable coastal development through the implementation of integrated management systems. Beyond the ambiguity of the term 'integrated management', for which many proposals have been made since the early 1990s, the inclusion of coastal management in the pursuit of sustainable development has rightly been perceived as a binding task. The joint pursuit of the integrity of coastal ecosystems, economic efficiency and social equity, which make up sustainable development, is a one-way street for maximising the benefits offered by the coastal zone, with all the difficulties inherent in the task due to the complex web of local ecosystems linking land, sea and the immediate atmosphere, increasing human pressure and the expanding use of natural and other resources. Coastal zone management is a complex process with strong contrasts and conflicts of interest between the individuals and actors involved, including those with economic interests in the coastal zone. This book studies the individual ecosystems of the coastal zone and provides the principles and conditions for the preparation of management plans for each case. At the end of the book, there are also supplementary chapters on the basic principles of coastal engineering as well as on contemporary management challenges.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Authors: Karabourniotis, George; Savvas, Dimitrios;

    Το σύγγραμμα έχει σκοπό να παράσχει ένα υπόβαθρο γνώσεων σχετικά με τους παράγοντες καταπόνησης, οι οποίοι κάνουν συνήθως την εμφάνισή τους σε φυτά καλλιεργούμενα σε θερμοκήπια, καθώς και τις επιπτώσεις των παραγόντων αυτών, στην ανάπτυξη και επιβίωση των φυτών. This book provides useful information concerning stress factors affecting plant growth and survival within glasshouses

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία εξετάζει τις διαφορές και τις ομοιότητες στην επικοινωνιακή στρατηγική μεταξύ εταιρειών γρήγορης μόδας και μόδας πολυτελείας Η βιομηχανία της μόδας, η οποία θεωρείται μία από τις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες παγκοσμίως, έχει κατηγορηθεί για σοβαρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η βιωσιμότητα και η εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ) απασχολούν ολοένα και περισσότερο τόσο τους καταναλωτές όσο και τους μετόχους. Πολλές εταιρείες ενσωματώνουν πλέον την ΕΚΕ στις επικοινωνιακές τους στρατηγικές, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσουν τα αρνητικά σχόλια και τις κριτικές. Παράλληλα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδειχθεί ως το βασικό εργαλείο επικοινωνίας για αυτές τις στρατηγικές, αντικαθιστώντας εν μέρει τα παραδοσιακά μέσα, καθώς ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των σύγχρονων καταναλωτών και ενδιαφερόμενων μερών. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται μια συνοπτική ανάλυση της βιομηχανίας της μόδας και των τρόπων με τους οποίους ανταποκρίνεται στις πιέσεις του κοινού για βιωσιμότητα, με έμφαση στην προώθηση πρακτικών ΕΚΕ μέσω των κοινωνικών δικτύων. Συγκεκριμένα, επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή για την κατανόηση των διαφορών μεταξύ γρήγορης μόδας και μόδας πολυτελείας. Ακολουθεί ανάλυση των διαφημιστικών στρατηγικών των εταιρειών στα κοινωνικά δίκτυα, των πρακτικών εταιρικής ευθύνης που εφαρμόζουν και των τρόπων παρουσίασής τους, ενώ μέσα από συγκρίσεις διερευνώνται οι διαφορές στις δύο αυτές κατηγορίες.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Nowadays, conventional fuels and fossil resources mostly cover electricity demand. The excessive use of these resources leads to significant environmental pressures and greenhouse gas emissions that contribute to climate change. With the aim of rational management of natural resources and sustainable development, the transition to the utilization of renewable energy sources (RES) is necessary. The main characteristics of RES are their abundance in the natural environment, their small ecological footprint as well as the possibility of decentralizing the energy production system. During the last years, important actions have been observed to support green forms of energy around the world. Both at European and national level, important actions have been taken to reduce the use of conventional fuels for electricity, household heating and transport. The Regional Unit of Halkidiki is an area with a developed tourist and agricultural sector. This results in an increase in energy consumption. Also, the region has a rich cultural and natural reserve (forest lands, protected areas, wetlands, wildlife sanctuaries, etc.). In the context of energy autonomy and sustainable development, the determination of suitable areas for siting solar and wind power plants in Halkidiki was carried out. To achieve the finding of suitable areas, criteria were selected from the Special Framework for Spatial Planning and Sustainable Development for RES as well as from the international literature. The study area was examined in terms of its demographic, economic, cultural, morphological, environmental, and administrative elements. Then, the exclusion of incompatible RES siting areas, the finding of suitability areas was carried out. Furthermore, a set of criteria was created for the evaluation of siting suitability areas. The importance of the evaluation criteria was calculated using the Analytic Hierarchy Process (AHP). Also, a GIS program was used to process the data of the area, map the unsuitable areas as well as the suitable areas for RES siting. Subsequently, an evaluation of the areas was carried out, aiming to find the optimal RES siting area. Furthermore, the calculation of the electricity consumption of Halkidiki was carried out. The main objective of the thesis is the energy autonomy of Halkidiki using RES. Finally, the conclusions obtained from the analysis of the results and the previous sections of the thesis are presented Στη σημερινή εποχή τα συμβατικά καύσιμα και οι ορυκτοί πόροι καλύπτουν τη ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλο βαθμό. Η υπέρμετρη χρήση των συγκεκριμένων πόρων οδηγεί σε σημαντικές περιβαλλοντικές πιέσεις και εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων οι οποίες συμβάλουν στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Έχοντας ως βασικό στόχο την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και την αειφόρο ανάπτυξη, η μετάβαση στην αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) κρίνεται αναγκαία. Κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών έχουν παρατηρηθεί σημαντικές δράσεις για την στήριξη πράσινων μορφών ενέργειας ανά τον κόσμο. Σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές δράσεις για την ελάττωση της χρήσης συμβατικών καυσίμων για ηλεκτρισμό, θέρμανση και μεταφορές. Η ΠΕ Χαλκιδικής αποτελεί μια περιοχή με αρκετά ανεπτυγμένο τουριστικό και αγροτικό τομέα με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για ενέργεια. Επίσης, διαθέτει ένα πλούσιο πολιτιστικό και φυσικό απόθεμα (δασικές εκτάσεις, προστατευόμενες περιοχές, υγρότοποι, καταφύγια άγριας ζωής κτλ.). Στα πλαίσια της ενεργειακής αυτονομία και της βιώσιμης ανάπτυξης επιδιώκεται ο προσδιορισμός κατάλληλων θέσεων χωροθέτησης ηλιακών και αιολικών εγκαταστάσεων στην ΠΕ Χαλκιδικής. Για την επίτευξη της εύρεσης των κατάλληλων περιοχών επιλέχθηκαν κριτήρια από το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ αλλά και τη διεθνή βιβλιογραφία. Η περιοχή μελέτης εξετάστηκε ως προς τα δημογραφικά, οικονομικά, πολιτιστικά, μορφολογικά, περιβαλλοντικά και διοικητικά στοιχεία της. Έπειτα, πραγματοποιήθηκε ο αποκλεισμός ασύμβατων περιοχών χωροθέτησης ΑΠΕ, η εύρεση περιοχών καταλληλότητας καθώς και η αξιολόγηση τους ως προς ένα σύστημα κριτηρίων. Η σημαντικότητα κάθε κριτηρίου προσδιορίστηκε μέσω της διαδικασίας της αναλυτικής ιεράρχησης. Για την επεξεργασία των δεδομένων της περιοχής, την αποτύπωση των ακατάλληλων περιοχών καθώς και για τον προσδιορισμό των θέσεων καταλληλότητας χωροθέτησης ΑΠΕ χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα GIS. Στην συνέχεια, πραγματοποιήθηκε βαθμονόμηση των περιοχών με στόχο την εύρεση της βέλτιστης περιοχής χωροθέτησης ΑΠΕ. Ακόμα, πραγματοποιήθηκε ο υπολογισμός των καταναλωτικών αναγκών της ΠΕ Χαλκιδικής με στόχο την κάλυψη τους από εγκαταστάσεις ΑΠΕ. Τέλος, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση των αποτελεσμάτων και των προηγούμενων ενοτήτων της εργασίας

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2024
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2024
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει την αξιοποίηση του ντοκιμαντέρ και των ψηφιακών ιστοριών, ως εργαλεία ευαισθητοποίησης, περιβαλλοντικής αφύπνισης και απόκτησης οικολογικής συμπεριφοράς. Ουσιαστικά στόχο έχει να αναδείξει την επιρροή που έχουν τα Οπτικοακουστικά Μέσα, οι ψηφιακές τεχνολογίες και τα Νέα Μέσα στην ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης και της ανάληψης δράσης για το περιβάλλον. Ο τρόπος μελέτης των παραπάνω πραγματοποιείται εξετάζοντας μέσα από την βιβλιογραφική ανασκόπηση και από την διεξαγωγή πρωτογενούς έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε μαθητές/τριες Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Νομού Θεσσαλονίκης. Τα αποτελέσματα, προέκυψαν μετά από την χρήση ερωτηματολογίων αλλά και μέσα από την συζήτηση και την παρατήρηση της ερευνήτριας που ακολούθησε την παρέμβαση με το πρόγραμμα κινηματογραφικής παιδείας που δημιουργήθηκε για τους σκοπούς της έρευνας. Επιπρόσθετα, εστιάζει στην χρήση ψηφιακών εργαλείων και κατά πόσο οι μαθητές/τριες που παρήγαγαν κάποιο ψηφιακό προϊόν, παρουσίασαν αλλαγή στα πιστεύω τους σε σχέση με την κλιματική αλλαγή ή στην τάση για φιλοπεριβαλλοντική συμπεριφορά. The purpose of this study is to explore the use of documentaries and digital stories as tools for awareness-raising, environmental awareness and the acquisition of ecological behavior. It essentially aims to highlight the impact that Audiovisual Media, digital technologies and the New Media have on enhancing environmental awareness and taking action on the environment. The way of studying the above is carried out by examining through the bibliographic review and by conducting primary research, which was carried out on students of secondary education of the Thessaloniki Area. The results emerged after the use of questionnaires but also through the discussion and observation of the researcher who followed the intervention with the film education program created for the purposes of the research. In addition, it focuses on the use of digital tools and whether students who have produced a digital product have experienced a change in their beliefs about climate change or a tendency towards environmental behavior.

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2022
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2022
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στις βιοφυσικές επιπτώσεις των αλλαγών κάλυψης και χρήσης γης στο περιοχικό κλίμα της Ευρώπης, με τη χρήση κλιματικών προσομοιώσεων. Οι προσομοιώσεις εκτελούνται με το κλιματικό μοντέλο WRF, οδηγούμενο από δεδομένα επανάλυσης πάνω από την Ευρώπη, ενώ για την ανάλυση περιλαμβάνονται δεδομένα από προσομοιώσεις και άλλων κλιματικών μοντέλων, που εφάρμοσαν το ίδιο πειραματικό σχέδιο στο πλαίσιο δράσης του Euro-CORDEX. Σε πρώτο στάδιο, αξιολογήθηκαν οι προσομοιώσεις με WRF ως προς την ικανότητα τους να αναπαριστήσουν επαρκώς τις πραγματικές κλιματικές διεργασίες που συμβαίνουν μεταξύ της επιφάνειας του εδάφους και της ατμόσφαιρας. Οι προσομοιώσεις συγκρίθηκαν με δεδομένα παρατήρησης για τη θερμοκρασία, τον υετό, τις ροές θερμότητας και ακτινοβολίας, τη νέφωση και την υγρασία εδάφους. Σε δεύτερο στάδιο, δύο ιδεατοί χάρτες εφαρμόζονται στα μοντέλα, όπου η Ευρώπη είναι πλήρως καλυμμένη με δάσος ή γρασίδι, προκειμένου να εξεταστούν οι βιοφυσικές επιπτώσεις των αλλαγών χρήσης και κάλυψης γης στη θερμοκρασία εδάφους στην Ευρώπη σε περιοχική κλίμακα. Οι επιπτώσεις στην θερμοκρασία εδάφους ερευνώνται υπό το πρίσμα των αλλαγών στο ενεργειακό ισοζύγιο στην επιφάνεια και την υγρασία εδάφους. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιούνται δεδομένα θερμοκρασίας εδάφους από το δίκτυο σταθμών FLUXNET, ώστε να αξιολογηθεί η πληροφορία που μεταφέρεται από τα κλιματικά μοντέλα. Σε τρίτο στάδιο, συγκρίνονται δύο προσομοιώσεις με WRF για την περίοδο 1986-2015, όπου στη μία εφαρμόζεται ένας πραγματικός χάρτης κάλυψης γης για το έτος 1950 και στην άλλη ο χάρτης κάλυψης του εδάφους για το 2015, με σκοπό να εξεταστούν οι πιθανές κλιματικές επιπτώσεις των πρόσφατων αλλαγών κάλυψης γης πάνω από την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι αλλαγές στο ενεργειακό ισοζύγιο στην επιφάνεια του εδάφους, τη θερμοκρασία και τον υετό. Η καινοτομία της διδακτορικής διατριβής είναι ότι για πρώτη φορά μεταφέρεται κλιματική πληροφορία για τις βιοφυσικές επιπτώσεις των αλλαγών χρήσης και κάλυψης γης πάνω από την Ευρώπη, από σμήνος κλιματικών προσομοιώσεων σε περιοχική κλίμακα. Η πληροφορία αυτή μπορεί να βοηθήσει τους αρμόδιους για την πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, σε μία εποχή που η αναδάσωση προτείνεται ως μία στρατηγική μετριασμού των ανθρωπογενών θερμοκηπικών αερίων στην ατμόσφαιρα. The current doctoral dissertation is focused on the biophysical impact of land cover and land use change on regional climate in Europe, with the use of regional climate simulations. The WRF regional climate model is employed, driven by reanalysis data over Europe, while data from other climate models are also analyzed, which applied the same experimental design within the framework of Euro-CORDEX. In the first phase, the WRF simulations are evaluated to assess their ability to represent adequately the physical processes that take place between the ground and atmosphere. The simulations are compared to observational data for temperature, precipitation, radiation and heat fluxes, cloudiness and soil moisture. In the second phase, two idealized land cover maps are implemented into climate models, in which Europe is represented as fully covered by forest or grass, in order to examine the biophysical impact of land cover changes on soil temperature in Europe at regional scale. The consequences on soil temperature are investigated through the changes in surface energy balance and soil moisture. Furthermore, observational soil temperature data from FLUXNET network are analyzed, in order to assess the reliability of information that is delivered by models. In the third phase, two WRF simulations are compared, in which the land cover map of 1950 and 2015 is implemented respectively, with the aim to investigate the potential climate impact of recent land cover changes in Europe. Specifically, the changes in surface energy balance, temperature and precipitation are analyzed. The innovation of this study is that for first time climatic information is delivered by an ensemble of regional climate models about the biophysical consequences of land cover changes over Europe at regional scale. This information could help people involved in decision-making for climate change adaptation, since forestation is being promoted as a land-based mitigation strategy for reduction of anthropogenic greenhouse gases in atmosphere.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Οι παραδοσιακές αγορές διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στα ιστορικά κέντρα των πόλεων και χαρακτηρίζονται από υψηλή πολιτιστική, λειτουργική, ιστορική και κοινωνικοοικονομική αξία, παράγοντες που αποτελούν βασικούς πόρους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Πρόκειται για περιοχές, όπου αναβλύζουν η πολιτιστική κληρονομιά, ο τρόπος ζωής και οι ενδείξεις των ιστορικών ριζών ενός τόπου. Οι προκλήσεις και συγκυρίες των ημερών μας ασκούν διαρκή πίεση σε τέτοιες αγορές, κάνοντας το βιώσιμο σχεδιασμό τους πλέον απαραίτητο, προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις σύγχρονες απαιτήσεις και να παραμείνουν ανθεκτικές. Συνεπώς, εγείρεται το ερώτημα, του πώς μπορούν να διατυπωθούν προτάσεις βιώσιμων αναπλάσεων των παραδοσιακών αγορών στα ιστορικά κέντρα πόλεων, οι οποίες να διατηρούν την ισορροπία μεταξύ της περιβαλλοντικής, κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής τους διάστασης, δίχως να ισοπεδώνουν την διαχρονική ταυτότητα και τον μοναδικό τους χαρακτήρα. Η παρούσα έρευνα καλείται να διερευνήσει την παραπάνω προβληματική, μέσω της ενσωμάτωσης ποιοτικών και ποσοτικών ερευνητικών στρατηγικών. Κατόπιν της θεωρητικής προσέγγισης του ζητήματος, μα και της ανάλυσης περιπτωσιακής μελέτης, η έρευνα στοχεύει στην διατύπωση μιας ολοκληρωμένης πρότασης βιώσιμης ανάπλασης της Αγοράς Βλάλη στο Ιστορικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στόχος είναι, η πρόταση να ενσωματώνει ένα σύνολο σχεδιαστικών λύσεων, που θα αγγίζουν με ευαισθησία αυτή την ιστορική περιοχή και θα ανταποκρίνονται στο ευρύ φάσμα των σύγχρονων περιβαλλοντικών και κοινωνικών απαιτήσεων. Traditional markets play a significant role in the historic centers of cities, as they present a high cultural, functional, historical and socio-economical value, factors that form the main resources for sustainable urban development. They are places where the cultural heritage, lifestyle and historical roots of the city are fully emergent. Nonetheless, modern circumstances and challenges apply constant pressure on such markets, demanding their sustainable regeneration, in order for them to effectively respond to today’s requirements and remain resilient. Therefore, the question to be answered is by what means we can sustainably regenerate traditional markets in the historic centers of the cities, while maintaining a balance between their environmental, socio-economical and cultural value, without erasing their timeless identity and unique character. This thesis aspires to investigate that question, incorporating quantitative and qualitative research methods. After a theoretical approach and the analysis of relevant examples, the research aims to present an extended suggestion for the sustainable regeneration of the Vlali Market, in the city of Thessaloniki. Ultimately, this suggestion aspires to implement design solutions that approach this historic market with sensitivity and respond to the modern environmental and social challenges it faces.

    https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
    https://dx.doi.org/10.26262/he...
    Other literature type . 2024
    License: CC BY NC SA
    Data sources: Datacite
    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      https://dx.doi.org/1...arrow_drop_down
      https://dx.doi.org/10.26262/he...
      Other literature type . 2024
      License: CC BY NC SA
      Data sources: Datacite
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
  • Επί του παρόντος, περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικεί σε αστικά κέντρα, ενώ εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτό θα ανέλθει σχεδόν στο 70% έως το 2050. Η εντατικοποίηση της αστικοποίησης έχει επιφέρει μια σειρά από προκλήσεις, οι οποίες χρίζουν αντιμετώπισης, προκειμένου οι σύγχρονες πόλεις να συμβαδίζουν με τις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού που συγκεντρώνεται σε αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε η ιδέα των έξυπνων πόλεων, σύμφωνα με την οποία οι πόλεις θα πρέπει να έχουν βιώσιμο και περιβαλλοντικά φιλικό χαρακτήρα και να εκμεταλλεύονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις τεχνολογικές εξελίξεις για την εφαρμογή καινοτομιών, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων και των λειτουργιών και υπηρεσιών των πόλεων, τη διασφάλιση πόρων για τις μελλοντικές γενιές, αλλά και την επίτευξη ενεργειακής αποδοτικότητας. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία, επιχειρείται η περιγραφή του εγχειρήματος της έξυπνης πόλης και η ανάλυση τριών παραδειγμάτων έξυπνων πόλεων σε διεθνές, Ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, αντίστοιχα, για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, καθώς και τα οφέλη και τις νέες προκλήσεις που ενδεχομένως προκύπτουν κατά με την υλοποίηση του.

    addClaim

    This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

    You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.
    0
    citations0
    popularityAverage
    influenceAverage
    impulseAverage
    BIP!Powered by BIP!
    more_vert
      addClaim

      This Research product is the result of merged Research products in OpenAIRE.

      You have already added works in your ORCID record related to the merged Research product.